- ἀείναος
- ἀ̱είναος , ἀέναοςever-flowingmasc/fem nom sgἀείναοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αείναος — ἀείναος, ον και συνηρ. ἀείνως, ων (Α) ο αέναος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + νάω (= ρέω)] … Dictionary of Greek
αἰενάω — ἀείναος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀείναος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰέναον — ἀείναος masc/fem acc sg ἀείναος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰενάοις — ἀείναος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰενάου — ἀείναος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰενάῳ — ἀείναος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
ἀείναον — ἀ̱είναον , ἀέναος ever flowing masc/fem acc sg ἀ̱είναον , ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc sg ἀείναος masc/fem acc sg ἀείναος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αείνως — ἀείνως, ων (Α) συνηρημένος τύπος τού αείναος βλ. αέναος … Dictionary of Greek